Αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα κορυφώνεται η Αναθεωρητική διαδικασία. Ένα από τα προς αναθεώρηση άρθρα είναι και το άρθρο 3 του Συντάγματος ιδίως ως προς την πρόταση να τροποποιηθεί ώστε να κατοχυρώνει ρητά ότι το Κράτος είναι ουδετερόθρησκο (Το πρότεινε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ). Είναι αναγκαία όμως, μια τέτοια τροποποίηση; (Αρνητική απάντηση δίδει ο Σ.Βλαχόπουλος στη “Θρησκευτική ουδετερότητα στο Σύνταγμα;” Αναδημοσίευση από την Καθημερινή, 31/10/2018 ).
Καταρχάς, το άρθρο 3 περιέχει δύο βασικές ρυθμίσεις: τα της επικρατούσας θρησκείας και τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την ελληνική Πολιτεία. Μολονότι, το γράμμα του είναι δυσερμήνευτο και έχει διαπλάσει πλούσια νομολογία [λχ συνταγματική κατοχύρωση ιερών κανόνων, εύρος συνταγματικής κατοχυρώσεως της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928] ( Βλ.Ι.Μ.Κονιδάρη, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου γ΄ έκδοση, [με συνεργασία Β.Κ. Μάρκου] 2016, σελ. 97 επ.) έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητο στην πορεία της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας. Από αυτό προκύπτει ότι κάθε τροποποίησή του θα πρέπει να είναι βελτιωτική του γράμματός του, να ρυθμίζει αντικείμενο που δεν ρυθμίζεται από έτερη συνταγματική διάταξη ή αρχή και φυσικά να ικανοποιεί τις πάγιες αρετές διατάξεως συνταγματικού κειμένου. Να διακρίνεται, δηλαδή, από την απλότητα, τη σαφήνεια και τη λακωνικότητά της. Ερωτάται εάν η προσθήκη ρητής κατοχυρώσεως του ουδετερόθρησκου Κράτους ικανοποιεί τις παραπάνω προϋποθέσεις. Θεωρούμε ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση για τους ακόλουθους ιδίως λόγους.
Η συνταγματική θεωρία ( Α. Μανιτάκης, «Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους σε μια πλουραλιστική (και πολυπολιτισμική) κοινωνία» επισημαίνει ότι το ελληνικό Σύνταγμα είναι θρησκευτικά και ιδεολογικά ουδέτερο και τούτο προκύπτει από τη δημοκρατική αρχή και την αρχή της πολιτικής ισότητας, από την θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος σε συνάρτηση με την ελευθερία συνειδήσεως του άρθρου 5 παρ. 1 όπως και από το άρθρο 2 παρ. 1. Σημειώνεται ότι οι παραπάνω διατάξεις αποτελούν διατάξεις θεμελιώδεις και μη υποκείμενες σε αναθεώρηση. Η προστασία είναι η μέγιστη δυνατή σε επίπεδο θετού δικαίου. Συνεπώς, η ρητή κατοχύρωση δεν θα προσέθετε τίποτα στη κανονιστική ισχύ του Συντάγματος, μάλλον δε θα δυσχέρανε τα πράγματα στη προσπάθεια ερμηνείας του «νέου» άρθρου 3.
Επιπλέον, το ζήτημα της κατοχυρώσεως του ουδετερόθρησκου Κράτους συνιστά πρωτίστως θέμα ερμηνείας και πολιτικής βουλήσεως στην εφαρμογή των ισχυουσών συνταγματικών και γενικότερα νομοθετικών διατάξεων. Δεν θα έπρεπε να διαλάθει της προσοχής μας ότι χωρίς να αλλάξει ο τεχνικός όρος «επικρατούσα θρησκεία» μεταβλήθηκε ουσιωδώς η κανονιστική του ισχύς δια της δυναμικής ερμηνείας (Για τη δυναμική ερμηνεία βλέπε αντί άλλου Σ. Βλαχόπουλου, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος 2014) του συνταγματικού κειμένου. Έως το 1974 σήμαινε την επίσημη θρησκεία του Κράτους ενώ υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι διαπιστώνει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ως διάταξη έχει περιορισμένες κανονιστικές συνέπειες (ΟλΣτΕ 1750/2019, Ι.Μ. Κονιδάρης,Εγχειρίδιο..ό.π., σ. 95 επ.).
Πέρα από την κατοχύρωση όμως και την ερμηνεία η εμπέδωση του ουδετερόθρησκου Κράτους εμφαίνεται στην εφαρμογή των διατάξεων και συνιστά απότοκο πολιτικής βουλήσεως. Ένα χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα προέρχεται από το επίκαιρο ζήτημα της καύσεως των νεκρών. Η αδειοδότηση και λειτουργία του πρώτου αποτεφρωτηρίου στην Ελλάδα το 2019 και συνακόλουθα ο έμπρακτος σεβασμός του δικαιώματος μερίδας πολιτών να ακολουθήσουν, στην Ελλάδα και όχι στην αλλοδαπή, αυτό τον τρόπο αποχαιρετισμού των νεκρών οικείων τους δεν οφείλεται στο ότι το Κράτος νομικά δεν είναι ουδετερόθρησκο ή οτιδήποτε άλλο τέτοιο, πλην στο ότι η Διοίκηση δεν είχε τη πολιτική βούληση να δραστηριοποιηθεί ενάντια στη διδασκαλία της επικρατούσας θρησκείας.
Συμπερασματικά, εφόσον δεν προκύπτει έλλειμμα συνταγματικής προστασίας, είναι ωφελιμότερη η άσκηση στο άθλημα της εφαρμογής των συνταγματικών αρχών και διατάξεων παρά στη τυπική κατοχύρωσή τους. Εξάλλου, «..τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β’προς Κορινθίους, 3.6.).